- αμεσολάβητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που έγινε χωρίς την παρέμβαση τρίτου: Η συμφιλίωσή τους ήταν αμεσολάβητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμεσολάβητος — not seized by the middle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεσολάβητος — η, ο (Μ ἀμεσολάβητος, ον) [μεσολαβῶ] αυτός που γίνεται δίχως μεσολάβηση, δίχως την παρέμβαση τρίτου … Dictionary of Greek
ἀμεσολαβήτως — ἀμεσολάβητος not seized by the middle adverbial ἀμεσολάβητος not seized by the middle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεσολάβητον — ἀμεσολάβητος not seized by the middle masc/fem acc sg ἀμεσολάβητος not seized by the middle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)